- ἐρυθριῶντα
- ἐρυθριάωblushpres part act neut nom/voc/acc plἐρυθριάωblushpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερυθριώ — (AM ἐρυθριῶ, άω) [ερυθρός] κοκκινίζω, γίνομαι κόκκινος (κυρίως από ντροπή) («τότε καὶ εἶδον ἐγώ... Θρασύμαχον ἐρυθριῶντα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek
οφρύκνηστον — ὀφρύκνηοτον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐρυθριῶντα, οἱ γὰρ ἐρυθριῶντες κνῶνται τὰς ὀφρῡς». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + κνῶ «ξύνω»] … Dictionary of Greek